ηδύθρους
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
ἡδύθρους, -ουν και -οος, -οον δωρ. τ. ἁδύθρους, -ουν και -οος, -οον, (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλόθρους, δημόθρους, μιξό-θρους].