ερμακιά

From LSJ
Revision as of 13:05, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

ἑρμακιά, ἡ (Α) έρμαξ
αιμασία. τοίχος κατασκευασμένος με πέτρες μικρές και μεγάλες χωρίς χρησιμοποίηση λάσπης, ξερολιθιάαἱμασιά
τὸ ἐκ χαλίκων ᾠκοδομημένον ἄνευ πηλοῡ τειχίον, ὅ νῦν ἑρμακιὰς καλοῦσι», γλώσσα του Δουκάγγιου).