κοῦρμι

From LSJ
Revision as of 13:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοῦρμι Medium diacritics: κοῦρμι Low diacritics: κούρμι Capitals: ΚΟΥΡΜΙ
Transliteration A: koûrmi Transliteration B: kourmi Transliteration C: koyrmi Beta Code: kou=rmi

English (LSJ)

τό, A kind of beer made from barley, Dsc.2.88; cf. κόρμα.

Greek (Liddell-Scott)

κοῦρμι: τό, εἶδος ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν.· ὡσαύτως κόρμα, Ἀθήν. 152C· ― πρβλ. ζῦθος.

Greek Monolingual

κοῡρμι, τὸ (Α)
είδος ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κόρμα].