επιξενούμαι

From LSJ
Revision as of 15:04, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source

Greek Monolingual

ἐπιξενοῦμαι, -όομαι (AM) επίξενος
φιλοξενούμαι
μσν.
1. ταξιδεύω
2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης
αρχ.
1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις», Ισοκρ.)
2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο
3. έχω σχέσεις ξενίας με κάποιον, είμαι στενός φίλος του («ἐπιξενῶσθαι πολλοῖς καὶ πιστευθῆναι ἐν τῇ Ἑλλάδι», Δημοσθ.)
4. μτφ. παρέχομαι, αποδίδομαι («ἡ ἐπιξενωθεῑσα σώμασι μοῑρα» — το μέρος που παρέχεται στα σώματα, Ηράκλ.)
5. μέσ. επικαλούμαι τη φιλόξενη, την ευμενή μαρτυρία («ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ’ ώς θανουμένη», Αισχύλ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιξενοῦσθαι, μαρτύρεσθαι, πορεύεσθαι
Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσσαις».