ἀλαζονεύομαι

Revision as of 08:02, 20 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

fut.
A ἀλαζονεύσομαι D.36.41: (ἀλαζών): —make false pretensions, brag, Ar.Ra.280, Lys.Fr.73; of the Sophists, X.Mem.1.7.5, etc.; περί τινος Eup.146b, Isoc.12.74; ἐπί τινι Aristipp. ap. D.L. 2.73.
2 feign, Pl.Hp.Mi.371a; τὰ ἤθη δεῖ ἀλαζονευομένους Arist.Oec.1344a19.

German (Pape)

[Seite 88] med., lügnerisch prahlen, von sich Unwahres rühmen; von den Sophisten, Isocr. 13, 1; περί τινος 10; Xen. Cyr. 2, 2, 11 Mem. 1, 7, 5; Arist. öfter, z. B. Eth. Nic. 4, 7; Sp.; ἐπί τινι D. L. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαζονεύομαι: μέλλ. ἀλαζονεύσομαι, ἀποθ.: (ἀλαζών) = κομπάζω, κομπορρημονῶ, Λυσ. Ἀποσπ. 42., Πλάτ. Ἱππ. Ἑλ. 371Α, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 5, κτλ., περί τινος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10, Ἰσοκρ. 293Β. 2) μετ’ αἰτ., ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

faire le fanfaron, se vanter.
Étymologie: ἀλαζών.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): act. ἀλαζονεύω Aesop.218.1
• Prosodia: [ᾰ-]
1 jactarse, alardear, fanfarronear abs., Ar.Ra.280, Au.825, Lys.Fr.47, D.36.41, op. μετρίως διαλέγεσθαι Isoc.12.74, 13.1, de los sofistas, X.Mem.1.7.5, Arist.EN 1127b17, cf. LXX Pr.25.6, Fauorin.De Ex.10.22, Ph.1.551, Aesop.33, D.Chr.43.2, D.C.44.38.4
c. constr. prep. περὶ τῶν μετεώρων Eup.157, Isoc.13.10, ὑπὲρ οὗ λέγουσι ταῦτα καὶ ἀλαζονεύονται X.Cyr.2.2.11, ἐπὶ δελφῖνος ἔργοις ἀ. Aristipp.117, raro en v. act. ἐπὶ τούτῳ ἀλαζονεύουσα Aesop.218.1, οἱ ἐν λόγοις ἀλαζονευσάμενοι Critol.34
c. part. pred. ὁ κύων δὲ τὸν κώδωνα δι' ἀγορῆς σείων ἠλαζονεύετο Babr.104.5, ἀ. ὡς δὴ καὶ αὐτὸς σεμνός τις ὤν Cleom.2.1.476
c. ac. de cosa presumir de ταῦτα Aeschin.3.218, χρήματα Hdn.2.7.2, cf. 1Ep.Clem.2.1
c. ac. de cosa y pred. τὴν μείωσιν τῆς σαρκὸς μαρτύριον ἐκλογῆς ἀλαζονεύεσθαι Ep.Diog.4.4
c. ac. de pers. y pred. πατέρα θεόν jactarse de tener a Dios por padre LXX Sap.2.16.
2 fingir Pl.Hp.Mi.371a
c. ac. τὰ ἤθη Arist.Oec.1344a19.

Greek Monolingual

ἀλαζονεύομαι)
είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ
αρχ.
υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαζών -όνος.
ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα].

Greek Monotonic

ἀλαζονεύομαι: μέλ. ἀλαζονεύσομαι· αποθ.· (ἀλαζώνκομπάζω, κομπορρημονώ, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾱζονεύομαι: (ᾰλ) хвастаться, кичиться Lys., Xen., Plat., Plut. (ἀ. περί τινος Isocr., Xen., Arst. и ἐπί τινι Diog. L.): ἀ. τι Arst. хвастливо выставлять что-л. напоказ.

Middle Liddell

ἀλαζών
to make false pretensions, of the Sophists, Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαζονεύομαι ἀλαζών
1. liegen, bedriegen.
2. grootspreken, opscheppen, pretenties hebben.