μελισσουργέω
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
Att. μελιττουργέω, to be a beemaster, Arist.HA624a21 (prob.), Poll.1.254.
German (Pape)
[Seite 124] ein Bienenzüchter sein, Poll. 1, 254.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσουργέω: Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι μελισσουργός, Πολυδ. Α΄, 234· πρβλ. μελιτουργέω.