Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμνησίκακος

From LSJ
Revision as of 16:18, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνησίκᾰκος Medium diacritics: ἀμνησίκακος Low diacritics: αμνησίκακος Capitals: ΑΜΝΗΣΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: amnēsíkakos Transliteration B: amnēsikakos Transliteration C: amnisikakos Beta Code: a)mnhsi/kakos

English (LSJ)

ον, forgiving, Nic.Dam.p.110D. Adv. ἀμνησικάκως = without rancor, without rancour D.S.31.8.

German (Pape)

[Seite 126] des erlittenen Unrechts nicht eingedenk, nicht rachsüchtig, Clem. Al.; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνησίκακος: -ον, ὁ μὴ μνησίκακος, ὁ μὴ φυλάττων πάθος ἐκδικήσεως, συγχωρητικός, Νικ. Δαμασκ., Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -κως, ὁ αὐτ.

Spanish (DGE)

-ον
1 que olvida las ofensas, que perdona ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς ἀλλήλους 1Ep.Clem.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.Strom.7.14.84, cf. Herm.Mand.8.10
subst. τὸ ἀ. la capacidad de perdonar Ph.2.75, Clem.Al.Paed.1.5.14.
2 adv. -ως perdonando, habiendo perdonado D.S.31.8, 1Ep.Clem.62.2, Clem.Al.Strom.4.22.137.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμνησίκακος, -ον)
αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μνησίκακος.
ΠΑΡ. ἀμνησικακία
αρχ.
ἀμνησικακῶ].