wild: P. and V. ἄγριος; use uncivilised, wild.
fallow: P. ἀργός.
unsown: P. ἄσπορος.
unploughed: V. ἀκίνητος, ἄκτιτος, ἀναροτρίαστος, ἀνέαστος, ἀνέργαστος, ἄνετος, ἀνημέρωτος, ἀνήροτος, ἄπρακτος, ἄπρηκτος, ἄσπαρτος, ἄτροπος, ἄφαρος, ἀφάρωτος.