ἀσυλλογίστως
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
French (Bailly abrégé)
adv.
ἀσυλλογίστως ἔχειν τινός PLUT sans raisonner sur qch.
Étymologie: ἀσυλλόγιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυλλογίστως:
1) непоследовательно, нелогично (λέγειν Arst.);
2) в неведении: ἀ. ἔχειν τινός Plut. совершенно не знать чего-л.