καταχραίνομαι

From LSJ
Revision as of 00:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

French (Bailly abrégé)

barbouiller.
Étymologie: κατά, χραίνω.

Greek Monotonic

καταχραίνομαι: αποθ., ραντίζω, πασπαλίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταχραίνομαι: обрызгивать, окроплять (γάλακτι Anth.).

Middle Liddell

Dep. to besprinkle, Anth.