ὑδαρώδης

From LSJ
Revision as of 05:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

German (Pape)

[Seite 1172] ες, von wässeriger Art, von wässerigem Ansehen, τόποι Arist. plant. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδαρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὑδατώδης τὴν φύσιν, τόποι Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· ὁ τύπος ὑδαροειδὴς εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ ὑδερ- παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 643.

Greek Monolingual

-ῶδες, Μ ὑδαρής
υδατώδης.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰρώδης: покрытый водой, влажный (τόποι Arst.).