δυσφάνταστος
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ον, A hard to imagine, Plu.2.432c.
German (Pape)
[Seite 689] das Bild von etwas schwer aufnehmend, δύναμις δυσφ. καὶ ἀμυδρός Plut. def. orac. 40.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφάνταστος: -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, δύναμις, ἀντίθ. εὐφάνταστος, εὐφαντασίωτος. Πλούτ. 2. 432C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se représente difficilement les objets.
Étymologie: δυσ-, φαντάζομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 incapaz de ofrecer imágenes, δύναμις ... ἀμυδρὰ δὲ καὶ δ. facultad (que poseen las almas) oscura e incapaz de ofrecer imágenes ref. la memoria, Plu.2.432c, ἡ ψυχή Phlp.in de An.155.31.
2 difícil de imaginar αὐτὰ καθ' αὐτὰ τὰ οὐσιώδη εἴδη Phlp.in Ph.225.10.
Greek Monolingual
δυσφάνταστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια φαντασία.
Russian (Dvoretsky)
δυσφάνταστος: обладающий слабым воображением (δύναμις, sc. ψυχῆς Plut.).