διενειλέω
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
A involve, λόγος διενειλημένος Ps.-Luc.Philopatr.1.
Greek (Liddell-Scott)
διενειλέω: περιτυλίσσω, μεταφ. συγχέω, περιπλέκω, λόγος διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. Pass. διενειλημένος;
enrouler, entortiller.
Étymologie: διά, ἐνειλέω.
Spanish (DGE)
v. διελλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
διενειλέω: закручивать, завивать: λόγος πολλαῖς ὁδοῖς διενειλημένος Luc. многосложно-хитросплетенная речь.