στραγγαλιάω
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
A tie knots, start difficulties, Plu.2.618f.
German (Pape)
[Seite 950] Fallstricke legen, verfängliche Fragen thun; Plut. Sym, 1, 2, 6 vrbdt στραγγαλιῶντας καὶ φιλολοιδόρους.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγᾰλιάω: δένω κόμβους, προβάλλω δυσκολίας, παγιδεύω, Πλούτ. 2. 618F· πρβλ. στραγγαλίς.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
user de ruses, de moyens tortueux.
Étymologie: στραγγάλη.
Russian (Dvoretsky)
στραγγᾰλιάω: запутывать, заниматься крючкотворством: στραγγαλιῶντες καὶ φιλολοίδοροι Plut. крючкотворы и сварливцы.