πλοκίζομαι

From LSJ
Revision as of 20:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοκίζομαι Medium diacritics: πλοκίζομαι Low diacritics: πλοκίζομαι Capitals: ΠΛΟΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: plokízomai Transliteration B: plokizomai Transliteration C: plokizomai Beta Code: ploki/zomai

English (LSJ)

Pass., A have one's hair braided, γυνὴ ἀφελὲς πεπλοκισμένη Hp.Ep.15; κόμην ἀφελῶς πεπλ. Aristaenet.1.19:—Act., plait is prob. in PMag.Par.1.1336.

Greek (Liddell-Scott)

πλοκίζομαι: Παθ., (πλόκος) πλέκω τὴν κόμην μου, σχηματίζω αὐτὴν εἰς πλοκάμους, γυνὴ ἀφελὲς πεπλοκισμένη Ἱππ. 1277. 49· κόμην ἀφελῶς πεπλ. Ἀρισταίν. 1. 19.

Greek Monolingual

Α πλόκος
πλέκω τα μαλλιά μου, φτιάχνω πλεξούδες.