διογκόω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A distend, blow out, πυρόν Plu.2.676b; λέξις δ. τὸ στόμα Hermog.Id.1.6; τὸ ω καὶ τὸ ᾱ δ. τὸν λόγον ibid., cf. Alex.Aphr.Pr. 1.59:—Pass., swell or be distended, Hp.Acut.10,28, Plu.Ages.27, Sor.2.37: metaph., to be lifted up, raised to a higher position, Artem. 1.14; to be puffed up, Eun.VSp.478B.; λέξεις διωγκωμέναι (cf. supra) Hermog. l. c.; of a lake, rise, overflow, Plu.Cam.3.
Greek (Liddell-Scott)
διογκόω: ἐξογκῶ, στόμα Ἑρμογ. ἐν Walz Rhett. 3. 224. -Παθ., πρήσκομαι, Ἱππ. Ὀξ. 385, 388· μεταφ., ἐπαίρομαι, ἀνυψοῦμαι, Ἀρτεμ. 1. 14.
Spanish (DGE)
I tr.
1 hinchar, hacer crecer τὸν πυρόν Plu.2.676b, τὸ ὀπτικόν Alex.Aphr.Pr.1.59, en v. pas. διογκούμενοι ... μαστοί por la leche, Sor.55.16, cf. 83.8, τὸ σκέλος ... διογκωθέν Plu.Ages.27
•en v. med.-pas. hincharse ἡ κοιλίη Hp.Acut.28, Mnesith.Ath.51.51
•fig. ἡ ἔρις ... πρὸς μέγα δή τι κακοῦ διογκοῦται Heraclit.All.29, c. dat. τιμαῖς διογκούμενοι Gr.Nyss.Hom.in Cant.452.3
•fig. en v. pas. estar cargado, saturado πολλὰ κτήσεται ... χρήματα, ὡς καὶ διογκωθῆναι Artem.1.14.
2 del habla hacer abrir λέξις σεμνὴ ... διογκοῦσα τὸ στόμα Hermog.Id.1.6 (p.247)
•de algunas vocales producir amplitud τὸ ω̅ καὶ τὸ α̅ διογκοῖ τὸν λόγον la omega y la alfa dan amplitud al discurso al pronunciarse c. la boca más abierta, Hermog.Id.1.6 (ib.), fig., en v. pas. λέξεις διωγκωμέναι expresiones hinchadas e.e. amplificadas ref. a las metáforas, Hermog.Id.1.6 (p.248).
II intr., en v. med.
1 desbordarse τὸ δὲ τῆς Ἀλβανίδος λίμνης <ὕδωρ> ... διωγκοῦτο de un lago, Plu.Cam.3.
2 fig. de pers. ser promovido, ascender ὅταν δέ τινα ἴδητε διογκούμενον μὲν ὡς ... ἄκρον φιλοσοφίας Them.Or.21.251c
•hincharse, ponerse hueco Μαξίμου καὶ Πρίσκου ... σφόδρα γε διογκουμένων, ὅτι ὁ βασιλεὺς ἔφησεν αὐτοῖς συντετυχηκέναι Eun.VS 478.
Russian (Dvoretsky)
διογκόω: вспучивать, раздувать (ἁδρύνειν καὶ δ. τι θερμότητι Plut.); pass. разбухать, пухнуть (διογκωθὲν σκέλος Plut.); вздуваться (ἡ λίμνη διωγκοῦτο Plut.).