προσωποποιία
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ, A dramatization, the putting of speeches into the mouths of characters, Phld.Po.5.12 (pl.), D.H.Vett. Cens.3.1, Demetr.Eloc.265, Marcellin.Vit. Thuc.38, Herm. in Phdr. p.182 A.; opp. ἠθοποιία, Hermog.Prog.9. II the putting of imaginary speeches into one's own or another's mouth ('I should have said . .', 'your father would have said . .'), Id.Inv.3.10,15, Charis. p.284 K., Rutil.2.6. III change of grammatical person, A.D. Adv.131.16.
Greek (Liddell-Scott)
προσωποποιία: ἡ, προσωποποίησις· δραματικὸς τρόπος συνθέσεως, Διον. Ἁλ. π. Ἀρχ. Κρίσ. 3, Μαρκελλίνου βίος Θουκ. 38. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποποιΐα· ὅταν πρόσωπον ὑποθέμενός τις εἴπῃ τι».
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσωποποιός
η προσωποποίηση
αρχ.
1. το να βάζει κανείς φανταστικούς λόγους στο δικό του στόμα ή στο στόμα κάποιου άλλου
2. η μεταβολή του γραμματικού προσώπου.