μυρρίτης

From LSJ
Revision as of 15:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρρίτης Medium diacritics: μυρρίτης Low diacritics: μυρρίτης Capitals: ΜΥΡΡΙΤΗΣ
Transliteration A: myrrítēs Transliteration B: myrritēs Transliteration C: myrritis Beta Code: murri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (μύρρα) A stone of the colour of myrtle-juice, Plin. HN37.174.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίτης: -ου, ὁ, (μύρρα) ὅμοιος πρὸς χυμὸν μύρτου, Πλίν. 37. 63.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse couleur de myrte.
Étymologie: μύρρα.

Greek Monolingual

μυρρίτης, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος έχει το χρώμα της μύρρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίτης (πρβλ. μυρσιν-ίτης)].