πενθεροφθόρος
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
ον, A slaying one's father-in-law, Lyc. 161.
German (Pape)
[Seite 554] den Schwiegervater verderbend oder mordend; Lycophr. 161; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πενθεροφθόρος: -ον, ὁ φθείρων, καταστρέφων πενθερόν, πενθεροφθόροις βουλαῖς ἀνάγνοις Λυκόφρ. 161.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει πεθερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχοφθόρος.