ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Full diacritics: ὠκῠπέδῑλος | Medium diacritics: ὠκυπέδιλος | Low diacritics: ωκυπέδιλος | Capitals: ΩΚΥΠΕΔΙΛΟΣ |
Transliteration A: ōkypédilos | Transliteration B: ōkypedilos | Transliteration C: okypedilos | Beta Code: w)ku=pe/dilos |
ον, A with swift sandals, swift-footed, Nonn.D.8.220.
ὠκῠπέδῑλος: -ον, ὁ ὠκέα ἔχων πέδιλα, ὠκύπους, Νόνν. Δοινυσ. 8. 220.
-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) ωκύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πέδιλον (πρβλ. εὐρυ-πέδιλος)].