σφετερισμός

Revision as of 16:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

ὁ, A appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ for one's own use and advantage, Arist.Rh.1374a16.

Greek (Liddell-Scott)

σφετερισμός: ὁ, τὸ σφετερίζεσθαι, ἰδιοποιεῖσθαι, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ, πρὸς ἰδίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 13, 10.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de s’approprier.
Étymologie: σφετερίζω.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΜΑ σφετερίζομαι
παράνομη οικειοποίηση ξένου πράγματος.

Greek Monotonic

σφετερισμός: ὁ, ιδιοποίηση, οικειοποίηση, υπεξαίρεση, αντιποίηση· ἐπὶσφετερισμῷ ἑαυτοῦ, οικειοποίηση για προσωπική χρήση και ίδιον όφελος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σφετερισμός: ὁ присвоение, завладение, захват Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφετερισμός -οῦ, ὁ [σφετερίζω] het zich toe-eigenen.

Middle Liddell

σφετερισμός, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ for one's own use and advantage, Arist.