υπεξαίρεση

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

η / ὑπεξαίρεσις, -έσεως, ΝΑ ὑπεξαιρῶ
νεοελλ.
1. οικειοποίηση, κλοπή ξένου πράγματος από πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξή του
2. (ποιν. δίκ.) παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από τον, με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο, κάτοχό του
αρχ.
1. κρυφή ή βαθμιαία λήψη ή αφαίρεση («ἡ δὲ τοῦ ἀλγοῦν τος ὑπεξαίρεσις... δοκεῖ αὐτοῖς μὴ εἶναι ἡδονή», Διογ. Λαέρ.)
2. (ρητ.) η πρόταξη ενός πράγματος ως εξαιρετικού και ιδιαίτερου
3. αναίρεση, ανασκευή
4. μαθ. αφαίρεση
6. φρ. α) «μεθ' ὑπεξαιρέσεως» — με κάποια εξαίρεση (Μάρκ. Αυρ.)
β) «καθ' ὑπεξαίρεσιν» — βαθμιαία και λίγο λίγο (Σέξτ. Εμπ.).