αντιποίηση
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
η (Α ἀντιποίησις)
νεοελλ.
φρ.
1. «αντιποίηση υπηρεσίας»
α) παράνομη άσκηση δημόσιας υπηρεσίας από κάποιον που δεν έχει νόμιμο διορισμό
β) πράξη δημόσιου υπαλλήλου η οποία υπερβαίνει τις αρμοδιότητες του
2. «αντιποίηση στολής, παρασήμου ή τίτλου» — το αδίκημα κατά το οποίο κάποιος φορά στολή ή άλλο διακριτικό σημείο κρατικού ή θρησκευτικού λειτουργού χωρίς να το δικαιούται
αρχ.
1. προβολή αξιώσεων για κάποιο πράγμα
2. σπουδή, άσκηση σε κάποιο πράγμα.