ἀνθιππασία

Revision as of 18:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A sham fight of horse, X.Eq.Mag.1.20, IG2.1291, cf. 1305b.

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, das Gegeneinanderreiten, ein eigenes Reitermanöver bei Musterungen, Xen. Hipparch. 1, 20. 3, 11. ·

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθιππᾰσία: ἡ, πλαστὴ μάχη ἱππικοῦ, καθ’ ἣν οἱ ἱππεῖς ἀντιμέτωποι προσελαύνουσιν ἀλλήλοις, φεύγοντες ἀλλήλους καὶ διώκοντες ταχέως· καθ’ Ἡσύχιον: «τῶν ἱππέων ἄσκησις καὶ ἀγῶνες αὐτῶν», - Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 20, 3. 11, 5. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manœuvre ou charge de deux corps de cavalerie l’un contre l’autre.
Étymologie: ἀντί, ἱππασία.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
combate fingido de caballería, ejercicio táctico X.Eq.Mag.1.20, IG 22.3079 (III a.C.), 3130 (IV a.C.), cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀνθιππασία, η (Α)
εικονική, πλαστή μάχη με άλογα που γίνεται ως άσκηση.

Greek Monotonic

ἀνθιππᾰσία: ἡ, η εικονική μάχη του ιππικού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθιππᾰσία: ἡ взаимная кавалерийская атака Xen.

Middle Liddell

a sham-fight of horse, Xen.