ἀνθιππασία
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
ἡ, sham fight of horse, X.Eq.Mag.1.20, IG2.1291, cf. 1305b.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
combate fingido de caballería, ejercicio táctico X.Eq.Mag.1.20, IG 22.3079 (III a.C.), 3130 (IV a.C.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, das Gegeneinanderreiten, ein eigenes Reitermanöver bei Musterungen, Xen. Hipparch. 1, 20. 3, 11. ·
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manœuvre ou charge de deux corps de cavalerie l'un contre l'autre.
Étymologie: ἀντί, ἱππασία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθιππᾰσία: ἡ взаимная кавалерийская атака Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθιππᾰσία: ἡ, πλαστὴ μάχη ἱππικοῦ, καθ’ ἣν οἱ ἱππεῖς ἀντιμέτωποι προσελαύνουσιν ἀλλήλοις, φεύγοντες ἀλλήλους καὶ διώκοντες ταχέως· καθ’ Ἡσύχιον: «τῶν ἱππέων ἄσκησις καὶ ἀγῶνες αὐτῶν», - Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 20, 3. 11, 5. 4.
Greek Monolingual
ἀνθιππασία, η (Α)
εικονική, πλαστή μάχη με άλογα που γίνεται ως άσκηση.
Greek Monotonic
ἀνθιππᾰσία: ἡ, η εικονική μάχη του ιππικού, σε Ξεν.