κολακεία
English (LSJ)
ἡ, A flattery, fawning, Democr.268, Pl.R.590b, Grg.463c, 465b, Thphr.Char.2, etc.; πολλὴν κολακείαν πεποίηται Aeschin.3.162, cf.Cic.Att.13.27.1; περὶ κολακείας, title of treatise by Phld.
German (Pape)
[Seite 1472] ἡ, das Schmeicheln, die Schmeichelei; Plat. Gorg. 455 a u. A.; κολακείαν ποιεῖσθαι, = κολακεύειν, Aesch. 3, 162; πρός τινα, Ath. VI, 252 f.
Greek (Liddell-Scott)
κολᾰκεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 590Β, Γοργ. 453Β, 465Β, κτλ.· κολακείαν ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 76. 42.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
flatterie, adulation.
Étymologie: κόλαξ.
English (Strong)
from a derivative of kolax (a fawner); flattery: X flattering.
English (Thayer)
(T WH κολακια (see Iota)), κολακείας, ἡ (κολεκεύω), flattery: λόγος κολακείας, flattering discourse, Plato, Demosthenes, Theophrastus, Josephus, Herodian, others.)
Greek Monolingual
η (AM κολακεία) κολακεύω
καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις κρεῑτον ἤ κολακείᾳ τι ποιῆσαι Φιλίππου», Δημοσθ.)
νεοελλ.
κολακευτικός λόγος
αρχ.
το ξεγέλασμα κάποιου με ψεύτικα και απατηλά λόγια.
Greek Monotonic
κολᾰκεία: ἡ, κολακεία, γαλιφιά, δουλοπρέπεια, σε Πλάτ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
κολᾰκεία: ἡ лесть, заискивание, угодничество (πλουσίων Arst.; ἐν λόγῳ NT): κολακείαν ποιεῖσθαι Aeschin. заискивать, льстить.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολακεία -ας, ἡ [κόλαξ] vleierij.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:kolake⋯a 可拉咳阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:諂媚
字義溯源:諂媚,奉承;源自(κολακεία)X*=奉承)
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 諂媚的(1) 帖前2:5