Κάϋστρος
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le Caÿstre, fl. d’Asie Mineure.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Κάϋστρος: ὁ Каистр (река, протекающая через Лидию и Ионию) Anacr. etc.