μαστιγονόμος

Revision as of 10:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A = μαστιγοφόρος, Plu.2.553a.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
inspecteur de police armé d’un fouet.
Étymologie: μάστιξ, νέμω.

Greek Monolingual

μαστιγονόμος, ον (Α)
κατώτερος αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσονόμος, σιτονόμος)].

Russian (Dvoretsky)

μαστῑγονόμος:мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut.