σιτονόμος
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
English (LSJ)
σιτονόμον, (νέμω) dealing out corn or food, σ. ἐλπίς the hope of getting food, S.Ph.1091 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 886] Getreide, Nahrung verteilend, zuteilend, Soph. Phil. 1080.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui procure litt. qui distribue du blé, des aliments ; qui fait vivre.
Étymologie: σῖτος, νέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτονόμος -ον [σῖτος, νέμω] voedsel toedienend:. σ. ἐλπίς hoop dat ik voedsel vind Soph. Ph. 1091.
Russian (Dvoretsky)
σῑτονόμος: дающий пропитание: σ. ἐλπίς Soph. надежда на пропитание.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μετρά και διανέμει σιτάρι ή τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -νόμος].
Greek Monotonic
σῑτονόμος: -ον (νέμω), αυτός που μοιράζει σιτηρά ή τρόφιμα, διανομέας, τροφοδότης· σιτονόμος ἐλπίς, η ελπίδα να λάβω τρόφιμα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτονόμος: -ον, (νέμω) ὁ μετρῶν καὶ παρέχων σῖτον ἢ τροφάς, τροφοδότης, σ. ἐλπίς, ἡ ἐλπὶς τοῦ λαμβάνειν τροφάς, Σοφ. Φιλ. 1091.
Middle Liddell
σῑτο-νόμος, ον, νέμω
dealing out corn or food, ς. ἐλπίς the hope of getting food, Soph.