σφαλερῶς
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière peu sûre ou dangereuse.
Étymologie: σφαλερός.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰλερῶς: ненадежным образом Eur., Isocr.