πήσσω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Att. πήττω, later form for πήγνυμι, LXX Si.14.24, Ph.1.420, Dsc.4.188, Arr.Epict.1.19.4, S.E.M.9.247, (κατα-) Str.4.3.5, D.H.3.22: impf. A ἔπησσον Satyr.1:—Pass. πήττομαι Antig.Mir.174, Str.13.4.14, 7.3.18 (συμ-).
German (Pape)
[Seite 611] attisch -ττω, = πήγνυμι; πηλόν, S. Emp. adv. phys. 1, 217; Diosc. u. a. Sp. S. περιπ.
Greek (Liddell-Scott)
πήσσω: Ἀττ. πήττω, (κοινῶς «πήζω») μεταγεν. τύπος τοῦ πήγνυμι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 247, (κατα-) Στράβ. 194, Διον. Ἁλ. 3. 22· παρατ. ἔπησσον Ἀθήν. 534C. ― Παθ., πήττομαι Στράβ. 629, πρβλ. 307. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 162 κἑξ.
Greek Monolingual
και αττ. τ. πήττω Α
βλ. πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
πήσσω: атт. πήττω Sext. = πήγνυμι.