παιδότριψ
From LSJ
English (LSJ)
ῐβος, ὁ, A = παιδοτρίβης, Luc. Tim.14; but f.l. for πεδότριψ in Ph.2.446.
German (Pape)
[Seite 441] ιβος, = παιδοτρίβης, Luc. Tim. 14, wie schon Suid. las, u. Arcad. 94, 19 steht; nach Andern richtiger πεδότριψ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδότριψ: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ πεδότριψ.
Greek Monolingual
παιδότριψ, -ιβος, ὁ (Α)
ο παιδοτρίβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. αγωνό-τριψ].