ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
Full diacritics: πᾰνακες | Medium diacritics: πάνακες | Low diacritics: πάνακες | Capitals: ΠΑΝΑΚΕΣ |
Transliteration A: pánakes | Transliteration B: panakes | Transliteration C: panakes | Beta Code: pa/nakes |
τό, A v. πανακής II.
πάνακες: τό, ἴδε πανακὴς ΙΙ.
πάνακες, τὸ (Α)
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πανακής, με αναβιβασμό του τόνου].