παλιμπνόη
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ἡ, A counter-wind, Thphr.Vent. 26; poet. πᾰλιμ-πνοίη A.R.1.586 (pl.).
German (Pape)
[Seite 449] ἡ, entgegenwehender, widriger Wind, Theophr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπνόη: ἡ, ἐναντία πνοή, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 26· ποιητ. -πνοίη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 586.
Greek Monolingual
παλιμπνόη, ποιητ. τ. παλιμπνοίη, ή (Α)
αντίθετος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πνοή.