παράπικρος
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ον, A somewhat bitter, Sch.Ar.V.873.
German (Pape)
[Seite 493] etwas bitter, Schol. Ar. Vesp. 873.
Greek (Liddell-Scott)
παράπικρος: -ον, πικρίζων, ὀλίγον τι πικρός, ὑπόπικρος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 873.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πικρίζει λίγο, ο λίγο πικρός.