παπυρώδης

From LSJ
Revision as of 19:01, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰπῡρώδης Medium diacritics: παπυρώδης Low diacritics: παπυρώδης Capitals: ΠΑΠΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: papyrṓdēs Transliteration B: papyrōdēs Transliteration C: papyrodis Beta Code: papurw/dhs

English (LSJ)

ες, A like papyrus, Gal.19.152, Sch.E.Or.147.

German (Pape)

[Seite 467] ες, dem Papyrus ähnlich, Schol. Eur. Or. 147.

Greek (Liddell-Scott)

παπῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πάπυρον, Γαλην., κλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΝΑ πάπυρος
αυτός που μοιάζει με πάπυρο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παπυρώδης
ανατ. λεπτό τετράπλευρο πέταλο που αποτελεί την εξωτερική επιφάνεια του λαβυρίνθου του ηθμοειδούς οστού και δημιουργεί το εσωτερικό τοίχωμα της κόγχης του οφθαλμού.