παναισθησία
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ἡ, A full vigour of the senses, D.L. 10.65 (Meibom for ἀναισθ-).
Greek (Liddell-Scott)
παναισθησία: ἡ, πλήρης ζωηρότης τῶν αἰσθήσεων, ἐκ διορθώσεως του Meibom. ἐν Διογ. Λ. 10. 65, ἀντὶ ἀναισθ-.
Greek Monolingual
παναισθησία, ἡ (Α)
πλήρης ζωηρότητα, ευρωστία τών αισθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰσθησία].