παροιμιαστής

From LSJ
Revision as of 19:43, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροιμιαστής Medium diacritics: παροιμιαστής Low diacritics: παροιμιαστής Capitals: ΠΑΡΟΙΜΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: paroimiastḗs Transliteration B: paroimiastēs Transliteration C: paroimiastis Beta Code: paroimiasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A author of proverbs, of Solomon, Sm.Ec.12.10(dub.).

German (Pape)

[Seite 525] ὁ, der ein Sprichwort macht oder braucht Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παροιμιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν παροιμίας, ἐπὶ τοῦ Σολομῶντος, Ἀθαν. τ. 1, σ. 850, Ἀνδρ. Κρήτ. σελ. 117 κλ.· - ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται παροιμίας, Φωτίου Ἐπιστ. 262, 4.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ παρομιάζω
μσν.
αυτός που συνηθίζει να κάνει χρήση παροιμιών («Ἀρκαδίαν με αἰτεῑς, εἴποι ἄν τις παροιμιαστής», Φώτ.)
αρχ.
(για τον Σολομώντα) ο συντάκτης, ο συγγραφέας παροιμιών.