πατάξ
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
A v. εὐράξ ΙΙ. παταπῶ· πάλαι ποτέ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
πατάξ: ἴδε εὐράξ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. φρ. «εὐρὰξ πατάξ» — αναφώνηση για εκδίωξη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάταγος.
Greek Monotonic
πατάξ: βλ. εὐράξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατάξ weg!, kst! (geluid om vogels weg te jagen).