περίκομος

From LSJ
Revision as of 19:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκομος Medium diacritics: περίκομος Low diacritics: περίκομος Capitals: ΠΕΡΙΚΟΜΟΣ
Transliteration A: períkomos Transliteration B: perikomos Transliteration C: perikomos Beta Code: peri/komos

English (LSJ)

ον, A covered all over with leaves, Thphr.HP3.8.4,al.

German (Pape)

[Seite 580] rings herum behaart, belaubt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

περίκομος: -ον, κατακεκαλυμμένος πανταχόθεν διὰ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει μαλλιά σε όλες τις πλευρές, παντού
2. (για φυτά) καλυμμένος από παντού με φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί-κομος].