περιίκω
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
[ῑκ], Dor. for A περιήκω 2, ἐπεί κα ἑκαστάκις ὁ χρόνος περιίκῃ Inscr.Magn.44.18 (Corc.).
Greek Monolingual
Α
δωρ. τ. του περιήκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἵκω δωρ. τ. του ἥκω «έχω έρθει»].