περιίκω

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιίκω Medium diacritics: περιίκω Low diacritics: περιίκω Capitals: ΠΕΡΙΙΚΩ
Transliteration A: periíkō Transliteration B: periikō Transliteration C: periiko Beta Code: perii/kw

English (LSJ)

[ῑκ], Dor. for περιήκω 2, ἐπεί κα ἑκαστάκις ὁ χρόνος περιίκῃ Inscr.Magn.44.18 (Corc.).

Greek Monolingual

Α
δωρ. τ. του περιήκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἵκω δωρ. τ. του ἥκω «έχω έρθει»].