πεντάσκαλμος

From LSJ
Revision as of 19:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάσκαλμος Medium diacritics: πεντάσκαλμος Low diacritics: πεντάσκαλμος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΚΑΛΜΟΣ
Transliteration A: pentáskalmos Transliteration B: pentaskalmos Transliteration C: pentaskalmos Beta Code: penta/skalmos

English (LSJ)

ον, A with five sets of tholes (σκαλμοί), Ephipp.5.17.

German (Pape)

[Seite 557] mit fünf Ruderbänken, Ephipp. com. bei Ath. VIII, 347 b.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε σκαλμούς, πεντάκωπος, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 17· ἀλλὰ διορθωτέον κατὰ τὸν Ἀττ. τύπον πεντέσκ-.

Greek Monolingual

και πεντέσκαλμος, -ον, Α
(για σκάφος) αυτός που έχει πέντε σειρές από σκαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + σκαλμός «μικρός πάσσαλος όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. τετρά-σκαλμος)].