πηρίδιον

From LSJ
Revision as of 09:35, 7 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρῐ́διον Medium diacritics: πηρίδιον Low diacritics: πηρίδιον Capitals: ΠΗΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: pērídion Transliteration B: pēridion Transliteration C: piridion Beta Code: phri/dion

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of πήρα, Ar.Nu.923 (anap.), Fr.486; A π. γνωρισμάτων Men.Epit.114, cf. Ant.Diog.6, Hld.10.9, Porph.Abst. 2.15.

German (Pape)

[Seite 611] τό, dim. vom Vorigen, Ar. Nub. 921.

Greek (Liddell-Scott)

πηρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ πήρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 923, Ἀποσπ. 410.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πήρα.

Greek Monolingual

τὸ, Α πήρα
μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.).

Greek Monotonic

πηρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πηρίδιον: (ῐδ) τό сумочка Arph.

Middle Liddell

πηρῐ́διον, ου, τό, [Dim. of πήρα, Ar.]