πιδακῖτις
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (πῖδαξ) A growing at or about a spring, βοτάναι Hp.Ep.16.
German (Pape)
[Seite 612] ἡ, am Quell wachsend, von der Quelle kommend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῑδᾰκῖτις: -ιδος, ἡ, (πῖδαξ) ὁ πλησίον τοῦ πίδακος, παρὰ τὴν πηγὴν φυόμενος, βοτάναι Ἱππ. Ἐπιστ. 1278. 12.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
(για φυτό) αυτό που βρίσκεται, που βλαστάνει κοντά σε πηγή («πιδακίτιδες βοτάναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + επίθημα -ῖτις (πρβλ. καλαμ-ίτις)].