πλατυρημοσύνη
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ἡ, (ῥῆμα) A breadth in speaking, i.e. prolixity, Timo 35.
German (Pape)
[Seite 627] ἡ, Breite, Weitschweifigkeit im Reden, Timon. bei D. L. 4, 67.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτῠρημοσύνη: [ῠ], ἡ, (ῥῆμα) μακρολογία, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 4. 67.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτυρημοσύνη: ἡ широковещательность, словоохотливость Timon ap. Diog. L.