πολυκλεής
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ές, A far-famed, Man.4.43 (nisi leg. πολὺ κλέος): Comp. -έστερος Them.Or.4.53b.
German (Pape)
[Seite 664] ές, viel od. sehr berühmt, Man. 4, 43.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκλεής: -ές, ὁ πολὺ κλεϊζόμενος, περίφημος, Μανέθων 4. 43 (ἕτεροι πολὺ κλέος)· συγκρ. -έστερος, Θεμίστ. 53Β.
Greek Monolingual
-ές, και ποιητ. τ. πολυκλήεις, -εσσα, -εν, Α
περίφημος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλεής (< κλέος, το «φήμη»), πρβλ. μεγαλο-κλεής].