πολυαλθής

From LSJ
Revision as of 21:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαλθής Medium diacritics: πολυαλθής Low diacritics: πολυαλθής Capitals: ΠΟΛΥΑΛΘΗΣ
Transliteration A: polyalthḗs Transliteration B: polyalthēs Transliteration C: polyalthis Beta Code: polualqh/s

English (LSJ)

ές, (ἄλθος) A curing many diseases, Dsc.3.146.

German (Pape)

[Seite 659] ές, viele Krankheiten heilend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαλθής: ές. (ἄλθος) ὁ πολλὰς νόσους θεραπεύων, πολὺ ἰαματικός, Διοσκ. 3. 163.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ-αλθής, παν-αλθής].