πολυτράχηλος

From LSJ
Revision as of 21:03, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτράχηλος Medium diacritics: πολυτράχηλος Low diacritics: πολυτράχηλος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: polytráchēlos Transliteration B: polytrachēlos Transliteration C: polytrachilos Beta Code: polutra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A with large or stubborn neck, Heraclit.All.17 codd. (misquoting Pl.Phdr.253d).

German (Pape)

[Seite 675] mit vielen Hälsen, Heraclid. alleg. Hom. 17.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
εκκλ. (για τη σχισματική ομάδα τών Ακεφάλων) αυτός που αποτελείται από πολλές αιρετικές μερίδες
αρχ.
αυτός που έχει μεγάλο ή σκληρό τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τράχηλος.