πολυτράχηλος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, with large or stubborn neck, Heraclit.All.17 codd. (misquoting Pl.Phdr.253d).
German (Pape)
[Seite 675] mit vielen Hälsen, Heraclid. alleg. Hom. 17.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
εκκλ. (για τη σχισματική ομάδα τών Ακεφάλων) αυτός που αποτελείται από πολλές αιρετικές μερίδες
αρχ.
αυτός που έχει μεγάλο ή σκληρό τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τράχηλος.